- ἀβακίσκος
- ἀβᾰκίσκος, ὁ, Dim. of ἄβαξ,A small stone for inlaying, in mosaic work, Moschio ap.Ath.5.207c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αβακίσκος — ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας] 1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό 2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του … Dictionary of Greek
ἀβακίσκοις — ἀβακίσκος small stone for inlaying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek